- λάρινον
- λάρινοςsea-fishmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαρινόν — λᾱρῑνόν , λαρινός fatted masc acc sg λᾱρῑνόν , λαρινός fatted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANXANUM — Ferentanorum in Aprutio Italiae oppid. Ptol. Α῎γξανον, Λάρινον, Φρεντανῶν μεσόγειοι πόλεις. Hodie Lanciano sive Lanzano. Populi Anxani, Plin. l. 3. c. 12. lege Anxanenses. longitud. 38. 55. latitud. 42. 27. Deficit in dies … Hofmann J. Lexicon universale
λάρδος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 1.212 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, Δ της Λίνδου, 58 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * λάρδος, ὁ (AM) 1. παστό ή… … Dictionary of Greek